-
1 шиш
-а α.1. βλ. кукиш.2. μτφ. (απλ.) τίποτε, παντελής έλλειψη ή ανεπάρκεια.3. παλ. αλήτης• άρπαγας, ληστής.εκφρ.шиш с маслом получить ή дать – (απλ.) τίποτε απολύτως δεν παίρνω ή δε δίνω•на какиешиши – με τι μέσα ή πόρους•ни -а (нет имеется – κλπ.) τίποτε απολύτως δεν υπάρχει.